υποθυρεοειδισμός

υποθυρεοειδισμός
ο, Ν
ιατρ. υπολειτουργία τών επιθηλιακών κυττάρων τού θηρεοειδούς αδένα, με αποτέλεσμα την μείωση τής περιεκτικότητας τού αίματος σε θυρεοειδή ορμόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypothyreodism < υπ(ο)-* + θυρεοειδής + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου …   Dictionary of Greek

  • θυροξίνη — Κύρια θυρεοειδής ορμόνη των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, της οποίας η χημική ονομασία είναι 3,5,3’,5’ –τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4). Η θ. είναι η πρώτη ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα που έγινε γνωστή. Ανακαλύφθηκε το 1915 από τον Αμερικανό βιοχημικό Έ.… …   Dictionary of Greek

  • μυξοίδημα — (Ιατρ.). Λέγεται και υποθυρεοειδισμός. Ασθένεια που οφείλεται σε ανεπάρκεια της ορμονικής έκκρισης του θυρεοειδούς. Είναι γνωστό το μ. του ενήλικου, αν και υπάρχει και ένα μ. του παιδιού (κρετινισμός), που συχνά συνοδεύεται από διανοητική… …   Dictionary of Greek

  • υποθυρεοειδία — η, Ν ιατρ. υποθυρεοειδισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θυρεοειδής] …   Dictionary of Greek

  • αδενολιπωμάτωση — Διαταραχή της θρέψης, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό λιπωμάτων. Τα λιπώματα αυτά εντοπίζονται στον τράχηλο, στις μασχάλες και στην περιοχή των βουβώνων. Πρόκειται για καλοήθεις διογκώσεις, που μπορούν όμως να προκαλέσουν ενοχλήσεις, πιέζοντας… …   Dictionary of Greek

  • νευρική ανορεξία — Παθολογική κατάσταση, που –οδηγώντας κυριολεκτικά σε λιμοκτονία– μπορεί να καταλήξει σε θάνατο. Είναι μια διαταραχή ψυχολογική, κατά την οποία το άτομο που υποφέρει πιστεύει ότι είναι υπέρβαρο, παρά το γεγονός ότι είναι επικίνδυνα αδύνατο. Το… …   Dictionary of Greek

  • ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”